ἀναδέρκομαι

ἀναδέρκομαι
ἀναδέρκομαι, Dep.,
A look up, [tense] aor. 2 [voice] Act. ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν, of one who recovers from fainting, Il.14.436, cf. A.R.3.1010.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδέρκομαι — ἀναδέρκομαι (αποθ.) (Α) 1. βλέπω προς τα επάνω 2. (ο ενεργ. αόρ. β στη φρ.) «ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῑσιν», γι’αυτόν που συνέρχεται από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δέρκομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀναδέδορκεν — ἀναδέρκομαι look up perf ind act 3rd sg ἀναδέρκομαι look up plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέδρακεν — ἀναδέρκομαι look up aor ind act 3rd sg ἀναδέρκομαι look up aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”